- επιπλοπωλείο
- τοκατάστημα πωλήσεως επίπλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπλοπωλείο — το κατάστημα πώλησης επίπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιπλοπώλης — ο ο πωλητής επίπλων, αυτός που διατηρεί επιπλοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν) + πώλης < πωλώ] … Dictionary of Greek